- λιθόξοος
- λῐθόξο-ος, ὁ, ([etym.] ξέω)A stone- or marblemason, Luc.Somn.9, Max.Tyr.38.7, 39.5, f.l. in Timo 25.2 sculptor, Plu.2.74d, IG3.1372, AP5.14 (Rufin.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λιθοξόος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιθοξόος — ο (AM λιθοξόος) ο τεχνίτης που λαξεύει λίθους και, κυρίως, μάρμαρα αρχ. γλύπτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + ξόος (< ξόος < ξέω), πρβλ. κεραο ξόος, λαο ξόος] … Dictionary of Greek
λιθοξόοις — λιθόξοος stone masc dat pl λιθοξόος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιθοξόου — λιθόξοος stone masc gen sg λιθοξόος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιθοξόους — λιθόξοος stone masc acc pl λιθοξόος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιθοξόων — λιθόξοος stone masc gen pl λιθοξόος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιθοξόῳ — λιθόξοος stone masc dat sg λιθοξόος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιθοξόοι — λιθοξόος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιθοξόον — λιθοξόος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πετρολιθοξύστης — ὁ, Μ ο λιθοξόος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + λιθοξύστης «λιθοξόος»] … Dictionary of Greek
επιξέστης — ἐπιξέοτης, ὁ (Α) επιγρ. ο ειδικός στην απόξεση επιφάνειας τοίχων, ο λιθοξόος … Dictionary of Greek